παιδοφάγος

παιδοφάγος
παιδοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει παιδιά
(«παιδοφάγος ἰχθύς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιδοφάγον — παιδοφάγος child devouring masc/fem acc sg παιδοφάγος child devouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • παιδοφαγία — παιδοφαγία, ἡ (Α) [παιδοφάγος] το να τρώγει κάποιος παιδιά …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”